- λαθιπορφυρίς
- λαθιπορφυρίς, -ίδος, ἡ (Α)ονομασία πτηνού που ζει στο σκοτάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + πορφυρίς «πορφυρό ένδυμα - είδος πτηνού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαθιπορφυρίδας — λαθιπορφυρίς which feeds in the dark fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθιπορφυρίδες — λαθιπορφυρίς which feeds in the dark fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)